- γραός
- γρᾱός , γραῦςold womanfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμόγραυς — γραος, ἡ, Α θηλ. τ. τού ὠμογέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γραῦς] … Dictionary of Greek
Theodore Prodromus — (Greek: Θεόδορος Πρόδρομος, d. c. 1166), also known as Ptochoprodromus (Πτοχοπρόδρομος = Poor Prodromus ), was a Byzantine writer, well known for his prose and poetry, some of which is in the vernacular. He wrote many occasional pieces for a… … Wikipedia
γραολογία — η (AM γραολογία) γεροντική φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + λογία] … Dictionary of Greek
γραολόγημα — το η γραολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + λόγημα < λογώ. Η λ. γραολογήματα πληθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γραόμορφος — ο αυτός που μοιάζει με γριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + μορφος < μορφή (πρβλ. άμορφος, γυναικόμορφος, δύσμορφος). Η λ. γραόμορφος μαρτυρείται από το 1880 στον Φλοξ (ψευδώνυμο τού Ιωάννη Καμπούρογλου)] … Dictionary of Greek
πολύγραος — ον, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γραος (< γράω «τρώω»)] … Dictionary of Greek